- τοὐργαστήριον
- ἐργαστήριον , ἐργαστήριονany place in which work is doneneut nom/voc/acc sgὀργαστήριον , ὀργαστήριονa place ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.